μεσαύλιος

μεσαύλιος
-α, -ο (Α μεσαύλιος, -ία, -ον) [μέσαυλος]
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεσαύλιο
το μεσοθωράκιο
αρχ.
1. μέσαυλος*
2. (το αρσ.) ὁ Μεσαύλιος
προσωνυμία δούλου στην Οδύσσεια που ονομαζόταν έτσι πιθανώς επειδή είχε τη φροντίδα τού μεσαύλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μεσαύλιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαύλιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσαυλίου — Μεσαύλιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσαυλίῳ — Μεσαύλιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσαύλιον — Μεσαύλιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαύλιον — piece of flute music neut nom/voc/acc sg μεσαύλιος masc/fem acc sg μεσαύλιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαύλιο — και μεσαύλι, το (ΑM μεσαύλιον) το μέσο τής αυλής νεοελλ. 1. αυλή στη μέση κτηρίων που αποτελούν τετράγωνο, εσωτερική αυλή 2. ανατ. το μεσοθωράκιο μσν. αυλή εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μεσαύλιος*] …   Dictionary of Greek

  • μεσαυλίου — μεσαύλιον piece of flute music neut gen sg μεσαύλιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαυλίῳ — μεσαύλιον piece of flute music neut dat sg μεσαύλιος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαύλια — μεσαύλιον piece of flute music neut nom/voc/acc pl μεσαύλιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”